ξέφτι

ξέφτι
το (чаще πλ. ) обтрёпанный край одежды, ткани; обтрепавшаяся ткань, одежда

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ξέφτι" в других словарях:

  • ξέφτι — ξέφτι, το και ξέφτιο, το ιού, νήμα, κλωστή που κρέμεται από φθαρμένο ύφασμα, ρούχο, αλλ. ξεφτίδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξέφτι — και ξεφτίδι, το κλωστή, νήμα που κρέμεται από την άκρη φθαρμένου υφάσματος, ή ξεφτισμένο ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεφτώ (πρβλ. κολυμπώ: κολύμπι)] …   Dictionary of Greek

  • ξεφτίδι — το βλ. ξέφτι …   Dictionary of Greek

  • ξύσμα — το (ΑΜ ξῡσμα και εσφ. γρφ. ξύσμα) [ξύω] 1. απόριμμα που μένει από το ξύσιμο μιας επιφάνειας 2. (για ξύλο) ροκανίδι 3. (για μέταλλα) ρίνισμα, απότριμμα 4. (για τυρί) τρίμμα 5. ξεφτίδι, ξέφτι, ξέφτισμα υφάσματος αρχ. 1. ό,τι έχει σκαλιστεί με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»